- σωφρονιστικός
- -ή, -ό1. ο κατάλληλος να σωφρονίζει (να συνετίζει): Σωφρονιστικές φυλακές.2. το θηλ. ως ουσ., σωφρονιστική βλ. λ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωφρονιστικός — making temperate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστικός — ή, ό / σωφρονιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [σωφρονιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωφρονισμό, στην προσπάθεια και στις μεθόδους που εφαρμόζει κανείς για να σωφρονίσει κάποιον («λόγοι σωφρονιστικοί», Πολυδ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
σωφρονιστικά — σωφρονιστικός making temperate neut nom/voc/acc pl σωφρονιστικά̱ , σωφρονιστικός making temperate fem nom/voc/acc dual σωφρονιστικά̱ , σωφρονιστικός making temperate fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστικόν — σωφρονιστικός making temperate masc acc sg σωφρονιστικός making temperate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστικοί — σωφρονιστικός making temperate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστική — σωφρονιστικός making temperate fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστικήν — σωφρονιστικός making temperate fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστικῶς — σωφρονιστικός making temperate adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικός — ή, ὁ (Α παιδευτικός, ή, όν) [παιδευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική η παιδαγωγική νεοελλ. ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός αρχ. 1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός 2. ο… … Dictionary of Greek